- ταλάσσαι
- τλάωsufferaor inf act (epic)ταλάσσαῑ , τλάωsufferaor opt act 3rd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
теленок — род. п. нка, телец, род. п. льца, телица, укр. теля, род. п. яти ср. р., др. русск. теля ср. р. теленок , тельць, телица, сербск. цслав. телѧ μόσχος, ст. слав. тельць μόσχος (Супр.), болг. теле ср. р., сербохорв. тѐле, род. п. ета, словен. tẹle … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Τάνταλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Φρυγίας και της Λυδίας, πατέρας του Πέλοπα, του επώνυμου ήρωα της Πελοποννήσου. Ήταν κυρίως γνωστός για το μαρτύριο στο οποίο υποβλήθηκε στον Άδη, όπου τον βασάνιζαν αιώνια η πείνα και η δίψα· ήταν… … Dictionary of Greek
ότλος — ὄτλος, ὁ (Α) πάθημα, συμφορά, κακοπάθεια («ἅπαντα πανδοκοῡσα παιδείας ὄτλον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ουσ. ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα τλ τής δισύλλαβης ρίζας *τελα (πρβλ. ταλάσσαι, τελαμών, τάλας, τλήμων) με προθεματικό φωνήεν ὀ (βλ. λ. τλω)] … Dictionary of Greek
tel-1, telǝ-, tlē(i)-, tlā- — tel 1, telǝ , tlē(i) , tlā English meaning: to transport, carry; to bear, suffer Deutsche Übersetzung: “aufheben, wägen; tragen; ertragen, dulden” Material: O.Ind. tulü f. “Waage, Gewicht”, tulayati “hebt auf, wägt” (with… … Proto-Indo-European etymological dictionary